κοπάνα

κοπάνα
η
1. μεγάλος κόπανος.
2. σκάφη πλυσίματος.
3. αποφυγή της δουλειάς, του καθήκοντος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπάνα — η 1. μεγάλος κόπανος 2. είδος πηλοφοριού με το οποίο μεταφέρουν τη λάσπη οι κτίστες 3. σκάφη για πλύσιμο 4. φρ. «τήν κάνω κοπάνα» φεύγω κρυφά ή απουσιάζω αδικαιολόγητα, τό σκάζω (α. «έκανα πολλές κοπάνες από το σχολείο στην έκτη γυμνασίου» β.… …   Dictionary of Greek

  • κόπανα — κόπανον vessel for braying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • κοπανατζής — ο, θηλ. κοπανατζού αυτός που φεύγει κρυφά ή απουσιάζει αδικαιολόγητα από κάπου, αυτός που τό σκάζει από κάπου, που «τήν κάνει κοπάνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπάνα + κατάλ. τζής (πρβλ. πατωμα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • σκασιαρχείο — το, Ν [σκασιάρχης] 1. εκούσια απουσία από μάθημα, εργασία ή άλλη ενασχόληση χωρίς λόγο, κοπάνα 2. φρ. «κάνω σκασιαρχείο» φεύγω από κάπου όπου έπρεπε να παρευρίσκομαι, απουσιάζω χωρίς λόγο, κάνω κοπάνα …   Dictionary of Greek

  • DULCIARIUS — apud Treb. Pollion. in Divo Claud. ubi recensentur ea, quae Valerianus Imp. Claudio, rum Tribuno Martiae quintae legionis, tribui iussit: Piscatorem unum, Dulciarium unum. Ligni quottidiani pondo mille etc. et Lamprid. in Heliogabalo, Dulciarios… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοπανάκι — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 1.439 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αετού. * * * και κοπανέλλι, το 1. καθένα από τα …   Dictionary of Greek

  • σκάσιμο — το, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο τού τοίχου» β. «το σκάσιμο τού εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο τού δέρματος από το κρύο και τον αέρα») 2. ρήξη, διάρρηξη τής… …   Dictionary of Greek

  • χοντροκοπάνα — η, Ν 1. χοντρός κόπανος 2. γυναίκα χοντρή και άκομψη 3. καθετί το χονδροειδές και κακότεχνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + κοπάνα] …   Dictionary of Greek

  • Δαλιανίδης, Γιάννης — (Θεσσαλονίκη 1924 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε θέατρο στη δραματική σχολή Ιωάννη Κοπανά της Θεσσαλονίκης και χορό στη σχολή Μίσλιγκερ της Βιέννης. Εργάστηκε αρχικά ως χορογράφος χορευτής και ηθοποιός στο μουσικό θέατρο, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”